-
1 ἀντέχω
ἀντέχω or [full] ἀντίσχω, [tense] fut. ἀνθέζω; part. ἀντισχήσων (in sense 11) Lib. Ep.33.2: [tense] aor. ἀντέσχον:—A hold against, c. acc. et gen., χεῖρ' ἀ. κρατός hold one's hand against one's head so as to shade the eyes, S.OC 1651: c. dat., ὄμμασι δ' ἀντίσχοις (- έχοις codd.) τάνδ' αἴγλαν may'st thou keep this sunlight upon his eyes, Id.Ph. 830 (lyr.);τοὺς χαλινοὺς τῶν ἵππων Hdn.5.6.7
.II c. dat., hold out against, withstand,Ἀρπάγῳ Hdt.1.175
, cf. 8.68.β; τοῖς δικαίοις S.Fr.78
;τῇ ταλαιπωρίᾳ Th.2.49
;πρός τινα Id.6.22
;πρὸς τοὺς καμάτους Hdn.3.6.10
, etc.: c. acc., endure,ἀντέχομεν καμάτους AP9.299
(Phil.); but in Th.8.63 ἀ. τὰ τοῦ πολέμου rather belongs to the next signf., hold out as regards the war; so πολλὰἀ. ib.86.2 hold out, endure, c. part.,ἡ Ἄζωτος.. ἐπὶ πλεῖστον χρόνον πολιορκουμένη ἀντέσχε Hdt.2.157
, cf. 5.115, Th.2.70; ; πολλάκις γιγνομένην ψυχὴν ἀντέχειν last through several states of existence, Id.Phd. 88a.3 abs., hold out, stand one's ground, Hdt.8.16, A. Pers. 413, etc.;πῶς δύσμορος ἀντέχει; S.Ph. 176
(lyr.);νόσημα ἀντίσχει τὸν αἰῶνα πάντα Hp.Fract.11
;ἔστ' ἂν αἰὼν ἀντέχῃ E.Alc. 337
;βραχὺν χρόνον D.2.10
; ἀ. ἐπὶ πολύ, ἐπί πλέον, Th.1.7,65; ἀ. ἐλπίσιν in hope, D.S.2.26;ἀ. περί τινος X.HG2.2.16
: peculiarly, ἀ. μὴ ὑπακοῦσαι I hold out against.., refuse.., Plu.2.708a.b of the rivers drunk by the Persian army, hold out, suffice, Hdt.7.196, cf. A.Pers. 413 (in fullἀ. ῥέεθρον Hdt.7.58
; ἀ. ὕδωρ παρέχων ib. 108); soἀντέχει ὁ σῖτος Th.1.65
.III [voice] Med., hold before one against something, c. acc. et gen., ἀντίσχεσθε τραπέζας ἰῶν hold out the tables against the arrows, Od.22.74.2 c. gen. only, hold on by, cling to,ἐκείνου τῆς χειρός Hdt.2.121
.έ; πέπλων E.Tr. 750
, cf. Ion 1404; : metaph., ἀ. τῶν ὄχθων cling to the banks, keep close to them, Hdt.9.56; ἀ. Ἡρακλέος cleave to Hercules, i.e. worship him above all, Pi.N.1.33; ἀ. τῆς ἀρετῆς, Lat. adhaerere virtuti, Hdt.1.134;ἀ. τοῦ πολέμου Id.7.53
;τοῦ κέρδους S.Fr. 354
;τῆς θαλάσσης Th.1.13
;σωτηρίας Lys.33.6
;τῆς ἀληθείας Pl.Phlb. 58e
, cf. R. 600d, al.;τῶν παραδεδομένων μύθων Arist.Po. 1451b24
; τῆς ἐλευθερίας Decr. ap. D.18.185;τῶν δικαίων POxy.1203.30
(i A. D.). b. c. gen. pers., care for, support, 1Ep. Thess.5.14.3 abs.,αὐτὸς ἀντέχου S.Ph. 893
, cf. Ar.Ach. 1121.4 c. dupl. gen. pers. et rei, ἀνθέξεταί σου τῶν πατρῴων χρημάτων will lay claim to the property from you, dispute it with you, Ar.Av. 1658.6 adhere, Arist.HA 583a18: Medic., of constipation,γαστὴρ ἀντίσχετο Hp.Epid.4.20
; γαστρὸς ἀντεχομένης ib.17. -
2 ἀντέχω
ἀντ-έχω: only aor. 2 mid. imp. ἀντίσχεσθε, hold before yourselves, interpose; τραπέζᾶς ἶῶν, tables against the arrows, Od. 22.74†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀντέχω
См. также в других словарях:
έτερος — έρα, ο (ΑΜ ἕτερος, έρα, ον Α και δωρ. ἅτερος και αιολ. ἄτερος και ιων. οὕτερος και μτγν. θάτερος) 1. (αντ. επιμερ.) άλλος 2. διαφορετικός, αλλιώτικος 3. (με άρθρο) ο έτερος ο ένας από τους δύο («ο έτερος τών κατηγορουμένων») 4. φρ. α) «αφ ετέρου» … Dictionary of Greek
εταιρεία — (Νομ.). Σύμφωνα με τον ελληνικό Aστικό Kώδικα (Α.Κ.) είναι μια ιδιότυπη αμφοτεροβαρής σύμβαση, με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα αναλαμβάνουν μεταξύ τους την υποχρέωση να επιδιώξουν ένα κοινό σκοπό, καταβάλλοντας ίσες –αν δεν έχει οριστεί… … Dictionary of Greek
Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… … Dictionary of Greek